μπεργαντίνι

μπεργαντίνι
και μπεργατίνι και πριγαντίνι, το (Μ μπεργαντίνι και μπεργατίνι και πριγαντίνι)
το μπεργαντί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bergantin ή απὸ παλαιότερο ιταλ. bergantino].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”